- αγγαρικός
- ἀγγαρικός, -ή, -όν (Μ) [ἄγγαρος]ο σχετικός με την αγγαρεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγαρικός — ή, ό αυτός που γίνεται με αγγαρεία: Η δουλειά ήταν δύσκολη κι αγγαρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγγαρος — ἄγγαρος, ο (Α) 1. βασιλικός έφιππος ταχυδρόμος στην Περσία. Οι άγγαροι βρίσκονταν σε ορισμένους σταθμούς σε όλη τη χώρα και είχαν το δικαίωμα να επιβάλλουν καταναγκαστική εργασία για να μεταφερθούν οι βασιλικές παραγγελίες 2. (ως επίθ. στη φρ.)… … Dictionary of Greek